διαχάσκω

From LSJ
Revision as of 08:00, 22 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "s’" to "s'")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαχάσκω Medium diacritics: διαχάσκω Low diacritics: διαχάσκω Capitals: ΔΙΑΧΑΣΚΩ
Transliteration A: diacháskō Transliteration B: diachaskō Transliteration C: diachasko Beta Code: diaxa/skw

English (LSJ)

aor. 2 -έχᾰνον: pf. -κέχηνα:—A gape, yawn, Ar.Eq.533, Thphr.HP3.9.1, Plu.2.976b, 980b; ἀμφί, πρός τι, Agath.2.32, 5.3.

German (Pape)

[Seite 613] = διαχαίνω; Ar. Equ. 533; von Früchten, aufspringen, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

διαχάσκω: παλαιότερος τύπος τοῦ διαχαίνω, Ἀριστοφ. Ἱππ. 533, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 3. 9, 1.

French (Bailly abrégé)

s'entrouvrir.
Étymologie: διά, χάσκω.

Spanish (DGE)

1 abrirse τῶν θ' ἁρμονιῶν διαχασκουσῶν las junturas abriéndose fig. del poeta Cratino en decadencia, Ar.Eq.533, ὁ ... τῆς παραλίας (πεύκης) στρογγύλος ... διαχάσκων ταχέως Thphr.HP 3.9.1, σῦκον διαχάσκον πρὸ τοῦ πεπανθέναι un higo que se abre antes de madurar Sch.A.A.492b, cf. Thphr.CP 2.9.12, Plu.2.980b.
2 abrir la boca οἱ δὲ κροκόδειλοι ... διαχανόντες παρέχουσι τοὺς ὀδόντας ἐκκαθαίρειν Plu.2.976b, cf. Sch.A.R.2.498-527q, como expresión de admiración ἀμφὶ ... τὰ ξένα καὶ παραλογώτερα τῶν ἀκουσμάτων διακεχηνότες Agath.2.32.4, cf. 5.3.11.

Greek Monolingual

διαχάσκω (AM)
1. διαχαίνω
2. (για σύκα) σκάζω.

Greek Monotonic

διαχάσκω: αόρ. βʹ -έχᾰνον, χαζεύω με ανοιχτό το στόμα, χάσκω, χασμουριέμαι, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

διαχάσκω: досл. расседаться, распадаться, перен. диссонировать (ἁρμονίαι διαχάσκουσαι Arph.).

Middle Liddell

aor2, -έχᾰνον
to gape wide, yawn, Ar.