θακεύω
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
A = ἀποπατῶ, Plu.Lyc.20, Artem.1.2.
German (Pape)
[Seite 1181] sitzen; ἐν ἀποχωρήσει ἐπὶ δίφρων Plut. Lyc. 20, auf dem Nachtstuhl sitzen; vgl. Artemid. 1, 2. Von θᾶκος = θακέω.
Greek (Liddell-Scott)
θᾱκεύω: τῷ ἑπομ., Πλούτ. ἐν Λυκούργ. 20, Ἀρτεμίδ. 1. 2.
French (Bailly abrégé)
être assis, accroupi ; aller à la selle.
Étymologie: θᾶκος.
Greek Monolingual
θακεύω (Α)
αποπατώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ευφημισμός < θάκος + κατάλ. -εύω (πρβλ. θαλαμ-εύω, ιππ-εύω)].
Russian (Dvoretsky)
θᾱκεύω: досл. сидеть на корточках, перен. испражняться (ἐπὶ δίφρων Plut.).
Middle Liddell
θᾱκεύω, = θᾱκέω, Plut.]