θεόκλητος

From LSJ
Revision as of 09:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεόκλητος Medium diacritics: θεόκλητος Low diacritics: θεόκλητος Capitals: ΘΕΟΚΛΗΤΟΣ
Transliteration A: theóklētos Transliteration B: theoklētos Transliteration C: theoklitos Beta Code: qeo/klhtos

English (LSJ)

ον, A sung by gods, Nonn.D.5.92.

German (Pape)

[Seite 1196] von Gott gerufen, Nonn. par. 1, 75; auch νηός, wo Gott angerufen wird, id.

Greek (Liddell-Scott)

θεόκλητος: -ον, κληθεὶς ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, Νόνν. Ἰω. 1. στίχ. 23· ψαλλόμενος ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, ὁ αὐτ. Δ. 5. 92. ΙΙ. θ. μέλαθρον, ὁ οἶκος ἐν ᾧ γίνεται ἐπίκλησις τοῦ Θεοῦ, ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM θεόκλητος, -ον)
(νεοελλ.-μσν.)
ο προορισμένος για κάποιο έργο σύμφωνα με τη θεία βούληση
αρχ.
1. αυτός που ψάλλεται ή που λέγεται από θεό («θεόκλητος ὑμέναιος», Νόνν.)
2. φρ. «θεόκλητον μέλαθρον» — ο οίκος στον οποίο επικαλείται κάποιος τον θεό (Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -κλητος (< καλώ), πρβλ. α-μετά-κλητος, αυτό-κλητος].