κάλαϊς
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
English (LSJ)
or (in Plin. l.c.) κάλλαϊς, ιδος, ἡ, A precious stone of a greenish blue, turquoise, Plin.HN37.151. II cock, IG4.914.3 (Epid., v B. C.). III = ἱστίον, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1306] ὁ, auch κάλλαϊς, ein blaugrünlicher oder meergrüner Edelstein, Plin. H. N. 37, 10, nach der vorigen Farbe benannt. – Nach Hesych. auch = ἱστίον.
French (Bailly abrégé)
(ὁ) :
turquoise.
Étymologie: DELG hapax singulier ; pê dérivé de la « crête de coq », cf. skr. usa-kala « coq ».
Greek Monolingual
Greek Monotonic
κάλαϊς: ἡ, πολύτιμη λίθος πρασινο-μπλέ χρώματος (βλ. το προηγ.), τυρκουάζ ή χρυσόλιθος, σε Πλίν.