κίλλουρος
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
ὁ, A wagtail, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1438] ὁ, Wackelschwanz, Bebsterz, ein Vogel wie die Bachstelze, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κίλλουρος: ὁ, τὸ πτηνὸν σεισοπυγὶς (πρβλ. κίγκλος), Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κίλλουρος, ὁ (Α)
ο κίγκλος, η σουσουράδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίλλ-ουρος
το β' συνθετικό -ουρος < ουρά (πρβλ. κόλ-ουρος). Ως προς το α' συνθετικό, η λ. συνδέεται πιθ. με λέξεις βαλτικών γλωσσών με την ίδια σημ. (πρβλ. λιθουαν. kiele, λεττ. ciēlava), οπότε και ανάγεται σε ρίζα κι- με σημ. «κινώ, κινούμαι». Η λ. είναι πιθ., τέλος, να συνδέεται τόσο μορφολογικά όσο και σημασιολογικά με τον τ. κίγκλος].
Frisk Etymology German
κίλλουρος: {kíllouros}
Meaning: σεισοπυγίς (Bachstelze) H.
Etymology : Nach Schrader BB 15, 127f. zu einem baltischen Wort für Bachstelze, lit. kíelė, lett. ciẽlava, apreuß. kylo, das selbst auf ein Verb bewegen (s. κινέω, κίω) zurückgeführt wird; lit. kíelė könnte dann mit gr. *κίλλα aus *κιλι̯α identisch sein. — Zu erwägen bleibt indessen, ob die Bachstelze nicht einfach nach der grauen Farbe benannt worden ist; s. zu κιλλός. In beiden Fällen wäre als Hinterglied οὐρά Schwanz angehängt. — Über das anklingende, aber dunkle lat. mōtacilla die weiße Bachstelze s. W.-Hofmann s. v.
Page 1,853