καινόφωνος

From LSJ
Revision as of 10:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst

Menander, Monostichoi, 103
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινόφωνος Medium diacritics: καινόφωνος Low diacritics: καινόφωνος Capitals: ΚΑΙΝΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: kainóphōnos Transliteration B: kainophōnos Transliteration C: kainofonos Beta Code: kaino/fwnos

English (LSJ)

ον, A new-sounding, λέξεις Eust.1761.23, etc.

German (Pape)

[Seite 1295] λέξις, neuer, ungewohnter Ausdruck, Eust. 1761, 22.

Greek (Liddell-Scott)

καινόφωνος: -ον, ἐπὶ λέξεων, οὐχὶ ἐκ τῶν ἐν κοινῇ χρήσει, ἀσυνήθης, καινοφώνους λέξεις Εὐστ. 1761. 23, κλ.

Greek Monolingual

καινόφωνος, -ον (Μ)
(για λέξεις ή εκφράσεις) αυτός που δεν βρίσκεται σε κοινή χρήση, που δεν χρησιμοποιείται συχνά, ασυνήθιστος, παράδοξος.
επίρρ...
καινοφώνως και καινοφωνῶς (Μ)
(για αιρετική διδασκαλία) με νέους όρους, με ασυνήθιστες, παράδοξες εκφράσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ά-φωνος, κακό-φωνος].