καθετήριον

From LSJ
Revision as of 18:03, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " f.l." to " f.l.")

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθετήριον Medium diacritics: καθετήριον Low diacritics: καθετήριον Capitals: ΚΑΘΕΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: kathetḗrion Transliteration B: kathetērion Transliteration C: kathetirion Beta Code: kaqeth/rion

English (LSJ)

(sc. ὄργανον), τό, A = καθετήρ 1, f.l. in Hp.Mul.2.157; τὸ ὄργανον τὸ κ. Aret.CA2.9.

German (Pape)

[Seite 1283] ὄργανον, = καθετήρ 1, Aret.

Greek (Liddell-Scott)

καθετήριον: τό, = καθετὴρ Ι, μοτοῦν ὠμολίνῳ καθετηρίῳ Ἱππ. 659.20· τὸ ὄργανον τὸ καθ. Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 9.

Greek Monolingual

καθετήριον, τὸ (Α) καθίημι
1. κομμάτι από λινό ύφασμα που τίθεται μέσα σε πληγή για απορρόφηση υγρών
2. φρ. «τὸ ὄργανον τὸ καθετήριον» — όργανο που χρησιμοποιείται για καθετηριασμὁ (Αρετ.).