καμινοκαύστης

From LSJ
Revision as of 13:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰμῑνοκαύστης Medium diacritics: καμινοκαύστης Low diacritics: καμινοκαύστης Capitals: ΚΑΜΙΝΟΚΑΥΣΤΗΣ
Transliteration A: kaminokaústēs Transliteration B: kaminokaustēs Transliteration C: kaminokaystis Beta Code: kaminokau/sths

English (LSJ)

ου, ὁ, A one who heats a furnace or oven, Gloss. (fem. κᾰμῑνο-καύστρια Sch.Od.18.27). II κ. γύψου one who burns gypsum in a kiln, BGU952.8 (ii/iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1317] ὁ, Ofenheizer, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰμῑνοκαύστης: -ου, ὁ, ὁ θερμαίνων κάμινον ἢ κλίβανον, Γλωσσ.· θηλ. καμινοκαύστρια, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Σ. 26.

Greek Monolingual

καμινοκαύστης, ό, θηλ. καμινοκαύστρια (Α)
1. αυτός που θερμαίνει καμίνι ή κλίβανο
2. φρ. «καμινοκαύστης γύψου» — αυτός που παράγει γύψο σε καμίνι ή κλίβανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμινος + -καύστης (< καύστης < καίω), πρβλ. ανθρακο-καύστης, νεκρο-καύστης.