κλεψίχωλος

From LSJ
Revision as of 13:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλεψίχωλος Medium diacritics: κλεψίχωλος Low diacritics: κλεψίχωλος Capitals: ΚΛΕΨΙΧΩΛΟΣ
Transliteration A: klepsíchōlos Transliteration B: klepsichōlos Transliteration C: klepsicholos Beta Code: kleyi/xwlos

English (LSJ)

ον, A disguising lameness, Luc.Ocyp. 33.

German (Pape)

[Seite 1449] das Hinken verbergend, unmerklich hinkend, Luc. Ocyp. 33.

Greek (Liddell-Scott)

κλεψίχωλος: -ον, κρύπτων τὴν χωλότητα αὐτοῦ, Λουκ. Ὠκύπ. 33.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dissimule sa boiterie.
Étymologie: κλέπτω, χωλός.

Greek Monolingual

κλεψίχωλος, -ον (Α)
αυτός που κρύβει τη χωλότητά του, αυτός που χωλαίνει ανεπαίσθητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι- (< κλέπτω) + -χωλος (< χωλός), πρβλ. αμφοτερό-χωλος, κατά-χωλος. Σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλεψίχωλος -ον [κλέπτω, χωλός] de mankheid verbergend.

Russian (Dvoretsky)

κλεψίχωλος: (ῐ) скрывающий свою хромоту Luc.