κοινολεξία
From LSJ
ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.
English (LSJ)
ἡ, ordinary language, Serv.ad Verg.A. 8.31, Eust.956.1.
German (Pape)
[Seite 1468] ἡ, gewöhnlicher, gemeiner Ausdruck, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κοινολεξία: ἡ, κοινὴ γλῶσσα, Εὐστάθ. 956. 1.
Greek Monolingual
η (AM κοινολεξία) κοινολεκτώ
έκφραση που χρησιμοποιείται από τον λαό, κοινή, συνηθισμένη έκφραση ή φράση («κατὰ τὴν συνήθη κοινολεξίαν», Νικ. Χων.).