κοινολεξία

From LSJ
Revision as of 02:05, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινολεξία Medium diacritics: κοινολεξία Low diacritics: κοινολεξία Capitals: ΚΟΙΝΟΛΕΞΙΑ
Transliteration A: koinolexía Transliteration B: koinolexia Transliteration C: koinoleksia Beta Code: koinoleci/a

English (LSJ)

ἡ, ordinary language, Serv.ad Verg.A. 8.31, Eust.956.1.

German (Pape)

[Seite 1468] ἡ, gewöhnlicher, gemeiner Ausdruck, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κοινολεξία: ἡ, κοινὴ γλῶσσα, Εὐστάθ. 956. 1.

Greek Monolingual

η (AM κοινολεξία) κοινολεκτώ
έκφραση που χρησιμοποιείται από τον λαό, κοινή, συνηθισμένη έκφραση ή φράση («κατὰ τὴν συνήθη κοινολεξίαν», Νικ. Χων.).