κυδήεις
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
English (LSJ)
εσσα, εν, glorious, δῶρα AP9.697, cf. Man.2.231: Dor. fem. κυδάεσσα [δᾱ], παρθένε IG+2(1).134.12 (Epid.).
German (Pape)
[Seite 1524] εσσα, εν, = κυδάλιμος; δῶρα, Byz. anath. 4 (IX, 697); καὶ ὄλβιοι, Man. 2, 231. 3, 183.
Greek (Liddell-Scott)
κῡδήεις: εσσα, εν, ἔνδοξος, δῶρα Ἀνθ. Π. 6. 697, πρβλ. Μανέθωνα 2. 231.
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν;
illustre, glorieux, fameux.
Étymologie: κῦδος.
Greek Monolingual
κυδήεις, -εσσα, -εν, δωρ. κυδάεις, -εσσα, -εν (Α) κύδος
ένδοξος, περίφημος.
Greek Monotonic
κῡδήεις: -εσσα, -εν (κῦδος), ένδοξος, τιμημένος, αγλαός, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κῡδήεις: ήεσσα, ῆεν славный (δῶρα Anth.).