κόττανον

From LSJ
Revision as of 14:14, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόττᾰνον Medium diacritics: κόττανον Low diacritics: κόττανον Capitals: ΚΟΤΤΑΝΟΝ
Transliteration A: kóttanon Transliteration B: kottanon Transliteration C: kottanon Beta Code: ko/ttanon

English (LSJ)

τό, A small kind of fig, Ath.9.385a, prob. in Id.3.119b: Lat.cottanum, Plin.HN13.51.

German (Pape)

[Seite 1494] τό, eine Art kleiner Feigen, Ath. IX, 385 a, vgl. III, 119 a; cottanum od. coctanum. Martial. 7, 89.

Greek (Liddell-Scott)

κόττᾰνον: τό, εἶδος μικροῦ σύκου, Ἀθήν. 385Η, κτλ.· οὕτω: cottanum, Πλίν. 13, 10., 15, 21, Μαρτιαλ., Ἰουβενάλ.

Greek Monolingual

κόττανον, τὸ (Α)
είδος μικρού σύκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. κόττανον, όπως και η λ. κοττάνα, είναι πιθ. σημιτ. δάνεια, πρβλ. εβρ. qātān, qetannim «μικρός». Τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τη μορφή cottana].