λαιμητόμος

From LSJ
Revision as of 14:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαιμητόμος Medium diacritics: λαιμητόμος Low diacritics: λαιμητόμος Capitals: ΛΑΙΜΗΤΟΜΟΣ
Transliteration A: laimētómos Transliteration B: laimētomos Transliteration C: laimitomos Beta Code: laimhto/mos

English (LSJ)

ον, A = λαιμοτόμος, AP6.101 (Phil.).

Greek (Liddell-Scott)

λαιμητόμος: -ον, ποιητ. ἀντὶ λαιμοτόμος, Ἀνθ. Π. 6. 101.

Greek Monolingual

-ο (Α λαιμητόμος, -ον)
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η λαιμητόμος
μηχανή εφοδιασμένη με πολύ βαρύ μαχαίρι που πέφτει από ψηλά, με την οποία γινόταν ο αποκεφαλισμός τών καταδικασμένων σε θάνατο, καρμανιόλα, γκιλοτίνα
αρχ.
αυτός που κόβει τον λαιμό, που αποκεφαλίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + τόμος (< -τόμος < τέμνω), πρβλ. γυρη-τόμος, σταχυη-τόμος. Το -η- πιθ. προϊόν αναλογίας αντίστοιχων συνθέτων].

Greek Monotonic

λαιμητόμος: -ον, ποιητ. αντί λαιμοτόμος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λαιμητόμος: Anth. = λαιμοτόμος.

Middle Liddell

λαιμη-τόμος, ον [poetic for λαιμοτόμος, Anth.]