ναύδετον
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
τό, (δέω A) ship's cable, E.Tr.811 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 230] τό, das Schiffsseil, ναύδετ' ἀνήψατο πρυμνᾶν, Eur. Troad. 811.
Greek (Liddell-Scott)
ναύδετον: τό, (δέω) πλοίου καλῴδιον, κοινῶς «παλαμάρι», Εὐρ. Τρῳ. 810.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
amarre de navire.
Étymologie: ναῦς, δέω¹.
Greek Monotonic
ναύδετον: τό (δέω), παλαμάρι, καραβόσκοινο, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ναύδετον: τό корабельный канат Eur.