μύθευμα

From LSJ
Revision as of 04:51, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡθευμα Medium diacritics: μύθευμα Low diacritics: μύθευμα Capitals: ΜΥΘΕΥΜΑ
Transliteration A: mýtheuma Transliteration B: mytheuma Transliteration C: mythevma Beta Code: mu/qeuma

English (LSJ)

ατος, τό, story, D.H. 4.3, Plu.Mar.11, Man.4.447 (pl.); plot of a play, Arist.Po.1460a29.

German (Pape)

[Seite 214] τό, das Gesagte, Erzählte, Plut. Mar. 11 u. a. Sp., wie Man. 4, 447.

Greek (Liddell-Scott)

μύθευμα: τό, μῦθος, διήγημα, λόγιον, Ἀριστ. Ποιητ. 25. 20, Πλουτ. Μάρ. 11.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
conte, récit.
Étymologie: μυθεύω.

Greek Monolingual

το (Α μύθευμα) μυθεύω
νεοελλ.
πλαστή διήγηση, ψευδής ιστορία («μην τον πιστεύεις, ό,τι κι αν λέει είναι μυθεύματα»)
αρχ.
1. μύθος
2. πλοκή θεατρικού έργου.

Greek Monotonic

μύθευμα: -ατος, τό, ιστορία που έχει ειπωθεί, παραμύθι, σε Αριστ., Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

μύθευμα: ατος (ῡ) τό рассказанное, рассказ, повествование Arst., Plut.

Middle Liddell

μύθευμα, ατος, τό,
a story told, tale, Arist., Plut. [from μῡθεύω]