παλίμπαις

From LSJ
Revision as of 14:20, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίμπαις Medium diacritics: παλίμπαις Low diacritics: παλίμπαις Capitals: ΠΑΛΙΜΠΑΙΣ
Transliteration A: palímpais Transliteration B: palimpais Transliteration C: palimpais Beta Code: pali/mpais

English (LSJ)

παιδος, ὁ, ἡ, again a child, Luc.Sat.9.

German (Pape)

[Seite 448] παιδος, wieder, zum zweiten Male Kind, παροιμία, ἥ φησι παλίμπαιδας τοὺς γέροντας γενέσθαι, Luc. Saturn. 9.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίμπαις: -αιδος, ὁ, ἡ, πάλιν παῖς, οὕτω γὰρ ἂν τὴν παροιμίαν ἐπαληθεύσαιμι, ἥ φησι παλίμπαιδας τοὺς γέροντας γίγνεσθαι Λουκ. τὰ πρὸς Κρόνον 9.

French (Bailly abrégé)

παιδος (ὁ, ἡ)
qui retombe en enfance.
Étymologie: πάλιν, παῖς.

Greek Monolingual

ο, η (Α παλίμπαις, -αιδος)
(για ενήλικο ή γέροντα) αυτός που, από διανοητική άποψη, έγινε ξανά παιδί, που ξαναμωράθηκε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + παῖς.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλίμπαις: παιδος adj. впавший в детство (γέροντες Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλίμπαις -παιδος, ὁ, ἡ [πάλιν, παῖς] opnieuw kind: spreekw.: παλίμπαιδας τοὺς γέροντας γίγνεσθαι oude mensen worden weer kinderen Luc. 61.9.