διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
Full diacritics: πατροφάγος | Medium diacritics: πατροφάγος | Low diacritics: πατροφάγος | Capitals: ΠΑΤΡΟΦΑΓΟΣ |
Transliteration A: patrophágos | Transliteration B: patrophagos | Transliteration C: patrofagos | Beta Code: patrofa/gos |
[φᾰ], ον, A devouring one's patrimony, spendthrift, Gloss.
-ον, Α
αυτός που τρώει, που καταδαπανά την πατρική περιουσία, σπάταλος, άσωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ. ἔ-φαγ-ον, αόρ. β' του ἐσθίω «τρώω»), πρβλ. σαρκοφάγος.