πράσιος

From LSJ
Revision as of 15:46, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πράσιος Medium diacritics: πράσιος Low diacritics: πράσιος Capitals: ΠΡΑΣΙΟΣ
Transliteration A: prásios Transliteration B: prasios Transliteration C: prasios Beta Code: pra/sios

English (LSJ)

[ᾰ], ον, = πράσινος, Pl.Ti.68c; στολή D.C.79.14; οἱ π., = πράσινοι 3, Id.73.4; vomitus, Cael.Aur.CP3.20; (sc.lapis) = πρασῖτις, Plin.HN37.113.

German (Pape)

[Seite 694] = πράσινος, Plat. Tim. 68 c u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πράσιος: -ον, = πράσινος, Πλάτ. Τίμ. 68C· πρβλ. πράσινος.

Greek Monolingual

ο / πράσιος, -ον, ΝΑ πράσον
νεοελλ.
πράσινη ποικιλία του χαλαζία, το χρώμα της οποίας οφείλεται στην παρουσία του πυριτικού ορυκτού ακτινόλιθος, αλλ. πρασόλιθος
αρχ.
1. πράσινος
2. το αρσ. ως ουσ.πράσιος
α) εμετός
β) είδος πολύτιμου λίθου, η πρασίτις
3. το θηλ. ως ουσ.πράσιος
το φυτό πράσιο
4. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Πράσιοι
ο ένας από τους δύο κύριους ανταγωνιζόμενους δήμους της Κωνσταντινούπολης, κατά τους βυζαντινούς χρόνους, οι Πράσινοι.

Russian (Dvoretsky)

πράσιος: (ᾰ) Plut. = πράσινος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πράσιος -ον, ook πράσινος [πράσον] lichtgroen, geelgroen.