προπίτνω

From LSJ
Revision as of 16:10, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπίτνω Medium diacritics: προπίτνω Low diacritics: προπίτνω Capitals: ΠΡΟΠΙΤΝΩ
Transliteration A: propítnō Transliteration B: propitnō Transliteration C: propitno Beta Code: propi/tnw

English (LSJ)

fall prostrate, ἐς γᾶν A.Pers.588 (lyr.); of a suppliant, S.El.1380.

Greek (Liddell-Scott)

προπίτνω: πίπτω πρηνής, προσπίπτω, ἐς γᾶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 588 ἐπὶ ἱκέτου, Σοφ. Ἠλ. 1380. ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε ἐν λέξ. πίτνω.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
tomber en avant ; particul. tomber à genoux en suppliant.
Étymologie: πρό, πίτνω.

Greek Monolingual

Α
(ποιητ. τ.) πέφτω πρηνής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + πίτνω, ποιητ. τ. του πίπτω.

Greek Monotonic

προπίτνω: ποιητ. αντί προπίπτω, πέφτω στα γόνατα, πρηνής, ἐς γᾶν, σε Αισχύλ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

προπίτνω: (только praes.) падать ниц (ἐς γᾶν Aesch.): αἰτῶ, προπίτνω, λίσσομαι Soph. прошу, припадаю к стопам, умоляю.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-πίτνω praes., zie προπίπτω.