προσερίζω

From LSJ
Revision as of 07:55, 22 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "s’" to "s'")

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσερίζω Medium diacritics: προσερίζω Low diacritics: προσερίζω Capitals: ΠΡΟΣΕΡΙΖΩ
Transliteration A: proserízō Transliteration B: proserizō Transliteration C: proserizo Beta Code: proseri/zw

English (LSJ)

Dor. ποτερίσδω, A strive with or against, αὐτόθε μοι ποτέρισδε Theoc.5.60, cf. Lyr.Alex.Adesp.37.1; τινὶ περί τινος Longus 4.2. II provoke to anger, Aq.Ex.23.21, al., Aq.Sm.De.9.7, al.

German (Pape)

[Seite 762] noch dazu, dabei streiten, gegen Einen, τινί, Theocr. 5, 60 u. in Prosa; προσηρίκασιν ἀλλήλοις Arist. H. A. 5, 1; Sp., wie Longin. 4, 2.

Greek (Liddell-Scott)

προσερίζω: Δωρ. ποτερίσδω, ἐρίζω πρός τινα, αὐτόθι μοι ποτέρισδε Θεόκρ. 5. 60. ΙΙ. ἐρεθίζω εἰς ὀργήν, ἐξοργίζω, Ἀκύλ. ἐν Παλ. Διαθ.

French (Bailly abrégé)

1 intr. se disputer encore ou en outre contre, τινι;
2 s'irriter.
Étymologie: πρός, ἐρίζω.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. ποτερίσδω Α
1. φιλονικώ επίσης με κάποιους άλλους
2. εξοργίζω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- / ποτ- (βλ. λ. ποτί) + ἐρίζω / ἐρίσδω «φιλονικώ»].

Greek Monotonic

προσερίζω: Δωρ. ποτ-ερίσδω, μέλ. -σω, μάχομαι μαζί ή εναντίον, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

προσερίζω: дор. ποτερίσδω спорить, бороться (τινι Theocr.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-ερίζω, Dor. imperat. praes. ποτέρισδε, wedijveren met, met dat.

Middle Liddell

doric ποτ-ερίσδω fut. σω
to strive with or against, Theocr.