σιδηροχάρμης

From LSJ
Revision as of 09:34, 23 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "epith." to "epithet")

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηροχάρμης Medium diacritics: σιδηροχάρμης Low diacritics: σιδηροχάρμης Capitals: ΣΙΔΗΡΟΧΑΡΜΗΣ
Transliteration A: sidērochármēs Transliteration B: sidērocharmēs Transliteration C: sidirocharmis Beta Code: sidhroxa/rmhs

English (LSJ)

ου, ὁ, A fighting (or perhaps exulting) in iron, epithet of mailed war-horses, Pi.P.2.2; cf. χαλκοχάρμης.

German (Pape)

[Seite 880] ὁ, in Eisen kämpfend, Beiw. der gepanzerten Kampfrosse, Pind. P. 2, 2.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηροχάρμης: -ου, ὁ, ὁ μαχόμενος (ἢ ἴσως ὁ γαυριῶν) ἐν τῷ σιδήρῳ, ἐπὶ τεθωρακισμένων ἵππων, φιλοπόλεμος, Πινδ. Π. 2. 4· πρβλ. χαλκοχάρμης.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(για άλογα) αυτός που μάχεται φορώντας σιδερένιο θώρακα
2. πιθ. αυτός που βαδίζει καμαρωτά φορώντας σιδερένιο θώρακα
3. (κατ' επέκτ.) μαχητικός, φιλοπόλεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -χάρμης (< χάρμη < χαίρω), πρβλ. χαλκο-χάρμης].

Greek Monotonic

σῐδηροχάρμης: -ου, ὁ, αυτός που μάχεται με (ή πιθ. βρίσκει υπερβολική ευχαρίστηση στα) σιδερένια όπλα, επίθ. για πολεμικά σιδερόφρακτα άλογα, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

σῐδηροχάρμης: дор. σῐδᾱροχάρμᾱς, ᾱ adj. m сражающийся в железной броне (sc. ἵππος Pind.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιδηροχάρμης -ου [σίδηρος, χάρμα] Dor. gen. plur. σιδαροχαρμᾶν, strijdend in ijzer. Pind.

Middle Liddell

σῐδηρο-χάρμης, ου, ὁ,
fighting (or perhaps exulting) in iron, epithet of war-horses, Pind.