συμπεριφθείρομαι

From LSJ
Revision as of 13:50, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

εὐσεβῆ διάγω τρόπον περί τινα → conduct oneself piously

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπεριφθείρομαι Medium diacritics: συμπεριφθείρομαι Low diacritics: συμπεριφθείρομαι Capitals: ΣΥΜΠΕΡΙΦΘΕΙΡΟΜΑΙ
Transliteration A: symperiphtheíromai Transliteration B: symperiphtheiromai Transliteration C: symperiftheiromai Beta Code: sumperifqei/romai

English (LSJ)

Pass., A go about with any one to one's own ruin, Luc.Pseudol.18, Ath.7.289c; cf. φθείρω ΙΙ.

German (Pape)

[Seite 987] pass., zu seinem eigenen od. Anderer Verderben herumgehen; Luc. Pseudol. 18; Ath. VII, 289 c.

Greek (Liddell-Scott)

συμπεριφθείρομαι: παθ., περιφέρομαι μετά τινος πρὸς ἰδίαν μου βλάβην ἢ καταστροφήν, Λουκ. Ψευδολ. 18, Ἀθήν. 289C· πρβλ. φθείρω ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

périr avec, τινι.
Étymologie: σύν, περιφθείρομαι.

Greek Monolingual

Α περιφθείρομαι
διαφθείρομαι κατά την συναναστροφή μου με κάποιον.

Greek Monotonic

συμπεριφθείρομαι: Παθ., περιφέρομαι με κάποιον, με αποτέλεσμα την καταστροφή μου, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

συμπεριφθείρομαι: вместе или одновременно погибать Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-περιφθείρομαι tot zijn ongeluk mee rondgaan met, met dat.

Middle Liddell


Pass. to go about with any one to one's own ruin, Luc.