σύσσωμος

Revision as of 19:15, 1 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αὐτοῡ" to "αὐτοῦ")

English (LSJ)

ον, A united in one body, Ep.Eph.3.6.

German (Pape)

[Seite 1043] zu einem Körper verbunden, in einen Körper vereinigt, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

σύσσωμος: -ον, συνηνωμένος εἰς ἓν σῶμα, Ἐπιστ. πρ. Ἐφεσ. γ΄, 6, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
uni en un seul corps.
Étymologie: σύν, σῶμα.

English (Strong)

from σύν and σῶμα; of a joint body, i.e. (figuratively) a fellow-member of the Christian community: of the same body.

English (Thayer)

(L T Tr WH συνσωμος (cf. σύν, II. at the end)), συσσωμον (σύν and σῶμα), belonging to the same body (i. e. metaphorically, to the same church) (R. V. fellow-members of the body): Ephesians 3:6. (Ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

-η, -ο / σύσσωμος, -ον, ΝΜΑ
ενωμένος σε ένα σώμαεἶναι τὰ ἔθνη συγκληρονόμα καὶ σύσσωμα καὶ συμμέτοχα τῆς ἐπαγγελίας αὐτοῦ», ΚΔ)
νεοελλ.
1. ολόσωμος, σύγκορμος
2. ολόκληρος, με όλα τα μέλη του («σύσσωμη η αντιπολίτευση απείχε από την ψηφοφορία»).
επίρρ...
συσσώμως ΝΜ, και σύσσωμα Ν
σε όλο το σώμα ή με όλο το σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -σωμος (< σῶμα), πρβλ. έν-σωμος].

Greek Monotonic

σύσσωμος: -ον (σῶμα), συνενωμένος σ' ένα σώμα, συσσωματωμένος, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

σύσσωμος: составляющий (с кем-л.) одно тело (ἔθνη συγκληρονόμα καὶ σύσσωμα NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύσσωμος -ον [σύν, σῶμα] tot dezelfde gemeenschap behorend. NT Eph. 3.6.

Middle Liddell

σύσ-σωμος, ον, σῶμα
united in one body, NTest.

Chinese

原文音譯:sÚsswmoj 需士-所摩士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:共同-身體
字義溯源:同為一體;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(σῶμα)=身體)組成,而 (σῶμα)出自(ἐκσῴζω / σῴζω)=救), (ἐκσῴζω / σῴζω)出自(σωρεύω)X*=穩妥)
出現次數:總共(1);弗(1)
譯字彙編
1) 同為一體(1) 弗3:6