σωστικός
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
English (LSJ)
ή, όν, A able to save, maintain, or preserve, c. gen., ἡ δικαιοσύνη νόμων σ. Arist.Top.149b33; σ. ἢ ποιητικὸν ἀγαθοῦ Id.MM1183b36; τοῦ θερμοῦ Id.Pr.932b3 (Comp.); τὸ ἴσον σ. ὁμονοίας Id.Mu.397a3: also in later Prose, Dsc.4.81, Max.Tyr.6.2, Alex.Aphr. in Top.455.11, Porph. Abst.3.26, Procl.in Alc.p.55 C., etc.
German (Pape)
[Seite 1061] was retten, erhalten kann, τινός, Arist. magn. mor. 1, 2 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σωστικός: -ή, -όν, = ὁ δυνάμενος σῴζειν, μετὰ γεν., ἡ δικαιοσύνη νόμων σωστικὴ Ἀριστ. Τοπ. 6. 12, 6· σ. ἢ ποιητικὸν τοῦ ἀγαθοῦ ὁ αὐτ. ἐν Μεγ. Ἠθικ. 1. 2, 4· τοῦ θερμοῦ ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 23. 7· τὸ ἴσον σ. ὁμονοίας ὁ αὐτ. π. Κόσμ. 5. 7· - Ἐπίρρ. -κῶς, Μάξιμ. Ὁμολογ. τ. 2, σ. 160Β, κλπ. - Ὁ τύπος σωτικὸς μνημονεύεται ἐκ τοῦ Πρόκλου.
Greek Monolingual
-ή, -ό / σωστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και σωτικός, -ή, -όν, Α
1. αυτός που μπορεί να σώσει από κίνδυνο, καταστροφή, θάνατο κάποιον ή κάτι (α. «τα σωστικά συνεργεία κινητοποιήθηκαν αμέσως» β. «τὴν δικαιοσύνην νόμων σωστικὴν εἶναι», Αριστοτ.)
2. σωτήριος, αυτός που οδηγεί στη σωτηρία της ψυχής («τῇ σωστικῇ σου, Δέσποτα, προμηθίᾳ»)
νεοελλ.
φρ. α) «σωστική λέμβος «ναυτ. η σωσίβια λέμβος
β) «σωστικός σταθμός» — σταθμός για τη διάσωση ναυαγών
γ) «σωστική ανασκαφή»
αρχαιολ. ανασκαφή που γίνεται για να διασωθούν αρχαιολογικά κατάλοιπα που ανακαλύφθηκαν τυχαία σε χώρο εκσκαφής.
επίρρ...
σωστικῶς ΜΑ
με τρόπο που οδηγεί στη σωτηρία της ψυχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῴζω, με δυσερμήνευτο -σ- + κατάλ. -τικός].
Russian (Dvoretsky)
σωστικός: спасающий, охраняющий, оберегающий (τινος Arst.).