τρίπλοκος

From LSJ
Revision as of 10:43, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίπλοκος Medium diacritics: τρίπλοκος Low diacritics: τρίπλοκος Capitals: ΤΡΙΠΛΟΚΟΣ
Transliteration A: tríplokos Transliteration B: triplokos Transliteration C: triplokos Beta Code: tri/plokos

English (LSJ)

ον, = triplex, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1146] = τριπλεκής (?).

Greek (Liddell-Scott)

τρίπλοκος: -ον, (πλέκω) = τριπλεκής, τριπλόκῳ σχοινίῳ Εὐστ. Πονημ. 126. 44, κλπ.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
1. αυτός που έχει πλεχθεί από τρία μέρη, («τριπλόκῳ σχοινίῳ», Ευστ.)
2. (γενικά) αυτός που αποτελείται από τρία μέρη, τριμερής, τριπλόςὥσπερ σειράν τινα ἁγίαν καὶ ζῶσαν ἐκ τριπλόκου δυνάμεως εἰσήγαγεν», Ιωάνν. Χρυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -πλόκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. δεκά-πλοκος].