τρυλίζω
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
English (LSJ)
A gurgle, of the bowels, Hp.Int.6 (τρυλλίζει, v.l. τρύζει); of the cry of a quail, Poll.5.89.
Greek (Liddell-Scott)
τρῡλίζω: θρυλίζω, ἐπὶ τῶν ἐντέρων, Ἱππ. 534. 31· ἐπὶ τῆς φωνῆς ὄρτυγος, ὄρτυγας τρυλίζειν Πολυδ. Ε΄, 89, ἐν Θεογνώστου Καν. 24, 21: «τρυλίζει, ὀδύρεται». Ὀνοματοπ., ὡς τὸ τρύζω).
Greek Monolingual
ΝΜΑ
(για τα ορτύκια) εκβάλλω γογγυστικό ήχο, τρύζω
μσν.-αρχ.
(κατά τον Θεόγνωστ.) (στο γ' εν.) τρυλίζει
«ὀδύρεται»
αρχ.
1. (για την κοιλιά και τα έντερα) γουργουρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του ρ. τρύζω, αναλογικά προς το θρυλίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρυλίζω onomat. knorren (van de maag).