χορηγικός

From LSJ
Revision as of 14:14, 5 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "for a" to "for a")

σὺν Ἀθηνᾷ καὶ σὺ χεῖρα κινεῖ → God helps those who help themselves, God helps them that help themselves, heaven helps those who help themselves, the Lord helps those who help themselves, move your hand along with Athena, move your hand along with Minerva, fortune favors the prepared mind, fortune favours the prepared mind, chance favors the prepared mind, chance favours the prepared mind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χορηγικός Medium diacritics: χορηγικός Low diacritics: χορηγικός Capitals: ΧΟΡΗΓΙΚΟΣ
Transliteration A: chorēgikós Transliteration B: chorēgikos Transliteration C: chorigikos Beta Code: xorhgiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or for a χορηγός, χ. ἀγῶνες rivalry in bringing out choruses, X.Hier.9.11; χ. τρίποδες tripods dedicated to a god by victorious choruses, Plu.Arist. 1, Nic.3; χ. ἀργύριον IG11(2).161A27, 39 (Delos, iii B. C. ); τὸ χ. alone, Inscr.Délos453A24 (ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1365] ή; όν, dem χορηγός gehörig, ihn betreffend. Dah. χορηγικοὶ ἀγῶνες, Wetteifer in der Ausstattung und Aufführung von Chören, Xen. Hier. 9, 11; τρίποδες, die von den siegenden Chören einem Gotte geweihten und in einem Tempel aufgestellten Dreifüße, Plut. Arist. 1.

Greek (Liddell-Scott)

χορηγικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς χορηγόν, χ. ἀγῶνες, ἅμιλλα περὶ τὴν παρασκευὴν καὶ τὸν καταρτισμὸν χορῶν, Ξεν. Ἱέρων 9, 11· χ. τρίποδες, οὓς ἀνέθετεν εἴς τινα θεὸν ὁ νικήσας χορηγός, Πλουτ. Ἀριστείδ. 1, Νικ. 3.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne le chorège ou la fonction du chorège : χορηγικοὶ τρίποδες PLUT trépieds consacrés par le chorège dont les chœurs avaient obtenu le prix.
Étymologie: χορηγός.

Greek Monolingual

-ή, -ό / χορηγικός, -ή, -όν, ΝΜΑ χορηγός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χορηγία ή στον χορηγό
αρχ.
φρ. «χορηγικοὶ ἀγῶνες» — άμιλλα μεταξύ χορηγών για την προετοιμασία και την συγκρότηση χορών, καθώς και κατά τη διεξαγωγή τών παραστάσεων (Ξεν.).

Greek Monotonic

χορηγικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σ' έναν χορηγὸν χορηγικοὶ ἀγῶνες, άμιλλα για την παρασκευή χορών, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

χορηγικός: касающийся хорегов: χορηγικοὶ ἀγῶνες Xen. соревнования между хорегами (в устройстве хоров); χορηγικοὶ τρίποδες Plut. треножники, приносимые в дар божеству наиболее отличившимися хорегами.

Middle Liddell

χορηγικός, ή, όν
of or for a χορηγός, χ. ἀγῶνες rivalry in bringing out choruses, Xen.