χρυσάετος
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
English (LSJ)
[ᾱ], ὁ, A golden eagle, Ael.NA2.39.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσάετος: ὁ, εἶδος ἀετοῦ, «ἀκούω δέ τι καὶ γένος ἀετῶν καὶ ὄνομα αὐτῷ χρυσάετον ἔθεντο, ἄλλοι δὲ ἀστερίαν τὸν αὐτὸν καλοῦσιν· ὁρᾶται δὲ οὐ πολλάκις» Αἰλ. περὶ Ζῴων 2. 39.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και χρυσαετός Ν, και δ. γρφ. χρυσαίετος Α
ζωολ. είδος αετού, γνωστό σήμερα με την επιστημονική ονομασία Αquila chrysaetus, που ζει στην Ελλάδα και σε πολλά άλλα μέρη του κόσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + ἀετός. Ως επιστημον. όρος της νεοελλ., η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. chrysaetus].