ἀγατός
From LSJ
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
English (LSJ)
ή, όν, A = ἀγαστός, v.l. in h.Ap.515, (ἀγᾱ-) Theoc.1.126.
German (Pape)
[Seite 10] Hom. h. 1, 515 für ἀγαστός.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγᾰτός: -ή, -όν, ποιητ. ἀντὶ ἀγαστός, (πρβλ. θαυματός, ἀδάματος, κτλ.), Ὕμ. Ὁμ. Ἀπ. 515· ἴδε Ruhnk Ep. Gr. σ. 26.
Greek Monotonic
ἀγᾰτός: -ή, -όν, ποιητ. αντί ἀγαστός, όπως θαυματός αντί θαυμαστός, σε Ομηρ. Ύμν.