ἀπειράγαθος
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
English (LSJ)
ον, A unacquainted with goodness, foolish, LXX Es.8.13. Adv. -θως D.S.15.40.
German (Pape)
[Seite 284] des Guten und Rechten unkundig, darin unerfahren, Sp.; adv., D. Sic. 15, 40.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπειράγαθος: -ον, ὁ μὴ ἔχων πεῖραν ἢ γνῶσιν τοῦ ἀγαθοῦ, ἀνόητος, μωρὸς, ὡς τὸ ἀπειρόκαλος, Ἐκκλ.: ― Ἐπίρρ. -θως Διόδ. 15, 40. ΙΙ. ὁ ἄπειρον κεκτημένος ἀγαθότητα, Ἐκκλ.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que no sabe lo que es bueno, tonto ἀλλὰ καὶ τοῖς τῶν ἀπειραγάθων κόμποις ἐπαρθέντες LXX Es.8.12d.
2 infinitamente bueno τὴν ἀνελάττωτον ἔφεσιν τοῦ ἀγαθοῦ πρὸς τῆς ἀπειραγάθου δυνάμεως εἰλήφασιν Dion.Ar.M.3.892C.
II adv. -ως tontamente αἱ πόλεις ... ταῖς τῆς δημοκρατίας ἐξουσίαις ἀ. χρώμεναι D.S.15.40.
Greek Monolingual
(I)
απειράγαθος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει πείρα ή γνώση του αγαθού, ανόητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άπειρος (Ι) + αγαθός].
(II)
-ο (Μ ἀπειράγαθος, -ον)
αυτός που έχει άπειρη, απέραντη αγαθότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άπειρος (ΙΙ) + αγαθός].