ἀποκάμπτω
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
English (LSJ)
intr., A turn aside, wheel, opp. ὀρθοδρομεῖν, X.Eq.7.14; ἀ. ἐκ τῆς ὁδοῦ Thphr. Char.22.9; ἀ. ἔξω τοῦ τέρματος, of chariots, Arist.Rh.1409b23. 2 ἀποκεκαμμένον ῥάμφος curved beak, Horap.2.96.
German (Pape)
[Seite 305] ablenken (Pferde vom geraden Wege), Xen. Equ. 7, 14.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκάμπτω: ἀμεταβ., ἀποκλίνω, ἀποκάμπτω ἐκ τῆς εὐθείας ὁδοῦ, ἀντιτίθεται πρὸς τὸ ὀρθοδρομῶ, Ξεν. Ἱππ. 7. 14· οἱ ἐξωτέρω ἀποκάμπτοντες τοῦ τέρματος, ἐπὶ ἁρματηλασίας, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 6.
French (Bailly abrégé)
faire un détour.
Étymologie: ἀπό, κάμπτω.
Spanish (DGE)
I tr. curvar ἀποκάμψας τῆς μήλης τὸ ἄκρον habiendo curvado el extremo de la sonda Hp.Fist.4.
II intr.
1 desviarse, torcerse hacia un lado en equitación, op. ὀρθοδρομεῖν X.Eq.7.14
•en v. med.-pas. curvarse de venas αἱ δὲ ἀποκαμφθεῖσαι κάτω Hp.Epid.2.4.1, ἑκατέρωθεν ἀποκαμφθεῖσα Hp.ib.
•part. perf. corvo ἀετὸν ἀποκεκαμμένον ἔχοντα τὸ ῥάμφος Horap.2.96.
2 c. gen. o ἐκ c. gen. darse la vuelta ἀποκάμψας ἐκ τῆς ὁδοῦ Thphr.Char.22.9
•fig. apartarse de τῶν ῥητορικῶν ... λόγων Diog.Oen.24.1.4S.
•torcer, dar la vuelta ἀποκάμπτοντες τοῦ τέρματος Arist.Rh.1409b23.
Greek Monolingual
ἀποκάμπτω (Α)
αποκλίνω, παρεκκλίνω.
Greek Monotonic
ἀποκάμπτω: μέλ. -ψω, αμτβ., αποκλίνω, κάνω παράκαμψη από την ευθεία οδό, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκάμπτω: сворачивать в сторону, делать круг Xen., Arph.
Middle Liddell
intr. to turn off or aside, Xen.