ἄπαργμα
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
English (LSJ)
ατος, τό, A = ἀπαρχή (q.v.), in pl., Ar.Pax1056, Lyc. 106. II = μασχαλίσματα, EM118.22.
German (Pape)
[Seite 280] τό, Erstlingsopfer, τἀπάργματα Ar. Pax 1056; Lycophr. 106; Plut. fort. Rom. 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἄπαργμα: -ατος, τό, = ἀπαρχή, (ὃ ἴδε), καὶ ὡς ἐκεῖνο οὕτω καὶ τοῦτο τὸ πλεῖστον (ἂν οὐχὶ πάντοτε) κατὰ πληθ., Ἀριστοφ. Εἰρ. 1056, Λυσ. 106· ἀπάργματα ὧν αἱ ὧραι φέρουσιν ἐν Συλλ. Ἐπιγραφ. (Προσθ.) 24651. ΙΙ. ἐν Αἰσχύλου Ἀποσπ. 381: = μασχαλίσματα.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
gener. en plu.
1 primicia(s) δὸς τἀπάργματα Ar.Pax 1056, μηλάτων ἀπάργματα las primicias de los rebaños Lyc.106, πέμψας ἄπαργμα Διί IG 9(2).1135.6 (I a.C.), cf. Tz.Comm.Ar.1.153.5, ἀπάργματα καὶ λοιβήν Plu.2.323b.
2 partes mutiladas de un cadáver de las que se hacía un uso ritual para evitar la venganza del muerto EM 118.22.
Greek Monolingual
ἄπαργμα, το (Α) απάρχω
1. απαρχή
2. ο πρώτος καρπός της σοδειάς.
Greek Monotonic
ἄπαργμα: -ατος, τό = ἀπαρχή, κατά κανόνα στον πληθ., σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἄπαργμα: ατος τό только pl. Arph., Plut. = ἀπαρχή 2.