ἐξαμαύρωσις
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
εως, ἡ, disappearing, μετάλλων Plu.2.434a (pl.).
German (Pape)
[Seite 867] ἡ, die gänzliche Schwächung, das Aufhören, μετάλλων Plut. def. or. 43.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαμαύρωσις: -εως, ἔκλειψις, ἐντελὴς ἐξαφάνισις πράγματός τινος, καὶ μετάλλων ἴσμεν ἐξαμαυρώσεις γεγονέναι καινὰς Πλούτ. 434Β.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
obscurcissement ; disparition.
Étymologie: ἐξ, ἀμαυρόω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ desaparición τῶν μετάλλων Plu.2.434a.
Greek Monolingual
ἐξαμαύρωσις, η (Α) εξαμαυρῶ
πλήρης εξαφάνιση, πλήρης ἔλλειψη
(«μετάλλων ἴσμεν ἐξαμαυρώσεις», Πλούτ.).
Russian (Dvoretsky)
ἐξᾰμαύρωσις: εως ἡ pl. исчезновение, истощение (sc. τῶν μετάλλων Plut.).