ἐπαναπηδάω
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
A leap upon, Ar.Nu.1375.
German (Pape)
[Seite 900] dabei in die Höhe springen, Ar. Nubb. 1372.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαναπηδάω: μέλλ. -ήσομαι, ἀναπηδῶ κατά τινος, Ἀριστοφ. Νεφ. 1375.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
bondir sur.
Étymologie: ἐπί, ἀναπηδάω.
Greek Monotonic
ἐπαναπηδάω: μέλ. -ήσομαι, αναπηδώ, πηδώ πάνω σε κάποιον, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαναπηδάω: вскакивать, подпрыгивать Arph.