ἐχέστονος

From LSJ
Revision as of 10:53, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχέστονος Medium diacritics: ἐχέστονος Low diacritics: εχέστονος Capitals: ΕΧΕΣΤΟΝΟΣ
Transliteration A: echéstonos Transliteration B: echestonos Transliteration C: echestonos Beta Code: e)xe/stonos

English (LSJ)

ον, bringing sorrows, ἰός Theoc.25.213.

German (Pape)

[Seite 1124] Seufzer bringend, verursachend, ἰός Theocr. 25, 213.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχέστονος: -ον, ὁ προξενῶν στόνους, στεναγμούς, λύπας, ἰὸν ἐχέστονον Θεόκρ. 25. 213.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui cause de la douleur.
Étymologie: ἔχω, στόνος.

Greek Monolingual

ἐχέστονος, -ον (Α)
αυτός που φέρνει στεναγμούς («ἰὸν ἐχέστονον», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχε- (< έχω I) + στόνος «στεναγμός»].

Greek Monotonic

ἐχέστονος: -ον, αυτός που προξενεί λύπες, αυτός που προκαλεί στεναγμούς, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐχέστονος: ἔχω 29] исторгающий стоны (ἰός Theocr.).

Middle Liddell

ἐχέ-στονος, ον
bringing sorrows, Theocr.