ἑλικηδόν
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
Adv. A = ἑλίγδην, spirally, ib.1, Luc.Hist.Conscr.19. II revolving in a circle, Nonn.D.1.195.
Spanish (DGE)
adv.
1 helicoidalmente, en espiral ἑ. περιείληφε κάτωθεν ἄνω προσάγων la corteza de un árbol, Thphr.HP 3.13.1, Ζεὺς ... νεφέλας ἑ. ἐπὶ στέρνοιο καθάψας Nonn.D.2.366, cf. 3.65.
2 anat. haciendo pliegues o circunvoluciones ἑ. ἐν κόλποις ἐνειλούμενον ... κόλον Hp.Anat.6, cf. Ruf.Anat.41.
3 de serpientes enrollándose, formando espiras δράκοντες ἑ. Luc.Hist.Cons.19, cf. Nonn.D.1.195.
German (Pape)
[Seite 797] spiralförmig gewunden, Theophr., Hippocr. u. a. Sp., Nonn. D. 1, 195.
Greek (Liddell-Scott)
ἑλῐκηδόν: ἐπίρρ. = ἑλίγδην, Θεοφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 3. 13, 1.
Greek Monolingual
(Α ἑλικηδόν)
επίρρ.
1. ελικοειδώς, σπειροειδώς
2. φρ. «ελικηδόν γραφή» — είδος αρχαίας γραφής (τα γράμματα γράφονται έτσι ώστε να σχηματίζεται ελικοειδής γραμμή που διαβάζεται από την περιφέρεια προς το κέντρο).