ἰξευτής

From LSJ
Revision as of 09:00, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")

Κρόνου καὶ Ἰαπετοῦ ἀρχαιότερος → more ancient than Cronos and Iapetus, ante-preadamite, antediluvian

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰξευτής Medium diacritics: ἰξευτής Low diacritics: ιξευτής Capitals: ΙΞΕΥΤΗΣ
Transliteration A: ixeutḗs Transliteration B: ixeutēs Transliteration C: ikseftis Beta Code: i)ceuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A fowler, birdcatcher, Lyc.105, LXXAm.8.1, AP9.824 (Eryc.), Cat.Cod.Astr.1.166, Apollod.Poliorc.152.2, Porph.Abst.1.53; ἰ. κῶρος BionFr.9. II as Adj., catching with birdlime, ἰ. κάλαμοι AP6.152 (Agis).

German (Pape)

[Seite 1255] ὁ, dasselbe; Lycophr. 105; Eryc. 5 (IX, 824); auch adj., κάλαμοι Agis ep. (VI, 152).

Greek (Liddell-Scott)

ἰξευτής: -οῦ, ὁ, (ἰξεύω) ὡς τὸ ἰξευτήρ, ὁ συλλαμβάνων πτηνὰ διὰ τοῦ ἰξοῦ, ὀρνιθοθήρας, ἰξευτὰς κῶρος Βίων 2.1, πρβλ. Λυκόφρ. 105, Ἀνθ. Π. 9. 822. - Κάθ’ Ἡσύχ.: «ἰξευτής· στρουθοπιάστης». ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἰξευτικός, ἰξευταῖς καλάμοις αὐτόθι 6. 152.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
adj. m.
qui prend avec de la glu ; subst.ἰξευτής oiseleur qui chasse à la glu.
Étymologie: ἰξεύω.

Greek Monolingual

ο, θηλ. ιξεύτριαἰξευτής, δωρ. τ. ἰξευτάς, θηλ. ἰξεύτρια) ιξεύω
αυτός που συλλαμβάνει πτηνά με ιξόβεργα
αρχ.
1. ως επίθ. ιξευτικός («σὺν ἰξευταῖς καλάμοις»)
2. το θηλ.ἰξεύτρια
α) επίθ. της Τύχης
β) γένος φυτών της οικογένειας καρυοφυλλίδες.

Greek Monotonic

ἰξευτής: -οῦ, ὁ (ἰξεύω
I. κυνηγός πουλιών, αυτός που πιάνει πουλιά με ξώβεργες, ορνιθοθήρας, σε Βίωνα, Ανθ.
II. ως επίθ., αυτός που πιάνει πουλιά με ξώβεργες, ιξευτικός, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἰξευτής: οῦ adj. m ловящий птиц с помощью клея, т. е. птицеловный (κάλαμοι Anth.).
οῦ ὁ птицелов (ἰξευταὶ λαθροβόλῳ δόνακι Anth.).

Middle Liddell

ἰξευτής, οῦ, ἰξεύω
I. a fowler, bird-catcher, Bion., Anth.
II. as adj. catching with birdlime, Anth.