ὀσπριοθήκη
From LSJ
Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him
English (LSJ)
ἡ, a place to keep pulse in, Gloss.
German (Pape)
[Seite 397] ἡ, Behältniß für Hülsenfrüchte (?).
Greek (Liddell-Scott)
ὀσπριοθήκη: ἡ, ἀποθήκη ὀσπρίων, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ὀσπριοθήκη, ἡ (Α)
σκεύος για φύλαξη οσπρίων.