ὁδωτός
κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖν → better to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well
English (LSJ)
ή, όν, A passable, γῆν ὁ. ἐποίησε f.l. in D.Chr.3.127; ὁ. θάλασσα Suid. II practicable, feasible, ἐμοὶ οὐχ ὁδωτά S.OC495.
German (Pape)
[Seite 295] wegbar, Sp.; – übertr., ausführbar, ἐμοὶ μὲν οὐχ ὁδωτά, Soph. O. C. 496, Schol. ἀνυστά.
Greek (Liddell-Scott)
ὁδωτός: -ή, -όν, (ὁδόω) διαβατός, γῆν ὁδωτὴν (διάφ. γράφ. ὁδευτὴν) ἐποίησε, μνημονεύεται ἐκ Δίωνος τοῦ Χρυσ.˙ ὁδ. θάλασσα Σουΐδ. ΙΙ. ἐκτελεστός, ἐμοὶ οὐχ ὁδωτά, «ἀνυστὰ» (Σχόλ.), Σοφ. Ο. Κ. 495.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
praticable, faisable.
Étymologie: ὁδόω.
Greek Monolingual
ὁδωτός, -ή, -όν (Α) [οδώ (II)]
1. διαβατός
2. αυτός που είναι δυνατόν να γίνει, να πραγματοποιηθεί, ο εφικτός.
Greek Monotonic
ὁδωτός: -ή, -όν (ὁδόω), βατός, διαβατός, κατορθωτός, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὁδωτός: досл. удобопроходимый, перен. выполнимый (ἐμοὶ μὲν οὐχ ὁδωτά Soph.).
Middle Liddell
ὁδωτός, ή, όν ὁδόω
passable: practicable, Soph.