ὀψίκαρπος
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
ον, fruiting late, ib.6.4.6, al.
German (Pape)
[Seite 432] spät Frucht tragend; Plut. an seni 10; Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ὀψίκαρπος: -ον, ὁ ἀργὰ καρποφορῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 6, κλ.· - ὀψῐκαρπέω, καρποφορῶ ὀψίμως, ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 17, 9· καὶ ὀψῐκαρπία, ἡ, ὄψιμος καρποφορία, π. Φυτ. Ἱστ. 3. 2, 1.
Greek Monolingual
ὀψίκαρπος, -ον (Α)
αυτός που καρποφορεί αργά, όψιμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι- (βλ. λ. οψέ) + καρπός].
Russian (Dvoretsky)
ὀψίκαρπος: (ῐ) поздно приносящий плоды (φυτόν Plut.).