ὀνομακλήδην

From LSJ
Revision as of 10:56, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνομακλήδην Medium diacritics: ὀνομακλήδην Low diacritics: ονομακλήδην Capitals: ΟΝΟΜΑΚΛΗΔΗΝ
Transliteration A: onomaklḗdēn Transliteration B: onomaklēdēn Transliteration C: onomaklidin Beta Code: o)nomaklh/dhn

English (LSJ)

Adv., (καλέω) calling by name, by name, ἐκ δ' ὀνομακλήδην Od.4.278, v. ἐξονομακλήδην.

German (Pape)

[Seite 349] mit Nennung des Namens, ὀνομάζειν, beim Namen rufen, Od. 4, 278.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνομακλήδην: Ἐπίρρ. (καλέω) ὀνομαστί, κατ’ ὄνομα, ὀνομακλήδην ὀνομάζων ἄνδρα ἕκαστον Ὀδ. Δ. 278· πρβλ. ἐξονομακλήδην.

French (Bailly abrégé)

adv.
en désignant par son nom.
Étymologie: ὄνομα, καλέω, -δην.

English (Autenrieth)

adv., calling the name, by name.

Greek Monolingual

ὀνομακλήδην (Α)
(επικ. τ.) επίρρ. κατ' όνομα, ονομαστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φρ. ὄνομα καλεῖν].

Greek Monotonic

ὀνομακλήδην: επίρρ. (καλέω), καλώ ονομαστικά, κατ' όνομα, με το όνομα, Λατ. nominatim, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ὀνομακλήδην: adv. по именам, поименно (ὀνομάζειν Δαναῶν ἀρίστους Hom.).

Middle Liddell

καλέω
calling by name, by name, Lat. nominatim, Od.