ὑπέρφοβος

From LSJ
Revision as of 19:00, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ")

ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρφοβος Medium diacritics: ὑπέρφοβος Low diacritics: υπέρφοβος Capitals: ΥΠΕΡΦΟΒΟΣ
Transliteration A: hypérphobos Transliteration B: hyperphobos Transliteration C: yperfovos Beta Code: u(pe/rfobos

English (LSJ)

ον, A very fearful, timid, Id.Eq.3.9; τὸ ὑ. D.C.58.6. II causal, very terrible, λέγειν τὰ φαῦλα μείζω καὶ τὰ δείν' ὑπέρφοβα Men.497 (v.l. for ὑπὲρ φόβον, ap.Stob.4.38.3a), cf. LXX Da.7.19.

German (Pape)

[Seite 1203] übermäßig furchtsam; Mimnerm. frg. 5, zw.; Xen. equ. 3, 9. – In LXX. auch = sehr furchtbar.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρφοβος: -ον, λίαν πεφοβημένος, δειλότατος, Ξεν. Ἱππ. 3, 9· τὸ ὑπέρφοβον Δίων Κ. 58. 6. ΙΙ. ὡς μεταβατ., λίαν φοβερός, δεινότατος, λέγειν τὰ φαῦλα μείζω καὶ τὰ δείν’ ὑπέρφοβα Μέναδρος ἐν «Φανίῳ» 3 (ἔνθα ἴδε Meineke), πρβλ. Ἑβδ. (Δανιὴλ) Ζ΄, 19).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 très redoutable;
2 très craintif, qui s’effraie facilement ; τὸ ὑπέρφοβον timidité excessive, caractère timoré.
Étymologie: ὑπέρ, φόβος.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. πάρα πολύ φοβισμένος·2. πάρα πολύ φοβερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -φοβος (< φέβομαι), πρβλ. περί-φοβος].

Greek Monotonic

ὑπέρφοβος: -ον, κατατρομαγμένος, έντρομος, δειλός, φοβιτσιάρης, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέρφοβος:
1) чрезвычайно пугливый Xen.;
2) страшный, ужасный (ὑπέρφοβα λέγειν Men.).

Middle Liddell

ὑπέρ-φοβος, ον,
very fearful, timid, Xen.