ῥακόεις

From LSJ
Revision as of 10:15, 4 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ά˘" to "ᾰ́")

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥᾰκόεις Medium diacritics: ῥακόεις Low diacritics: ρακόεις Capitals: ΡΑΚΟΕΙΣ
Transliteration A: rhakóeis Transliteration B: rhakoeis Transliteration C: rakoeis Beta Code: r(ako/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, A ragged, torn, tattered, AP6.21. II (ῥάκος 11) wrinkled, χρώς ib.11.66 (Antiphil.).

German (Pape)

[Seite 833] εσσα, εν, 1) lumpig, zerrissen, zersetzt, τήν τ' ἐπινωτίδιον βροχετῶν ῥακόεσσαν ἀγωγόν Ep. ad. 176 (VI, 21). – 2) wie ῥαγόεις, runzlig, χρὼς παρειῆς Antiphil. in Paralip. 122 (XI, 66).

Greek (Liddell-Scott)

ῥᾰκόεις: εσσα, εν, ῥακώδης, ἐσχισμένος, «κουρελιασμένος», Ἀνθ. Π. 6. 21. ΙΙ. ὡς τὸ ῥαγόεις, ἐρρυτιδωμένος, αὐτόθι 11. 66.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
déchiré :
1 déguenillé;
2 sillonné de rides, ridé.
Étymologie: ῥάκος.

Greek Monolingual

-έσσα, -εν, Α
1. ο όμοιος με κουρέλι ή ο γεμάτος κουρέλια, ο κουρελιασμένος
2. μτφ. ο γεμάτος ρυτίδες, ζαρωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάκος + κατάλ. -όεις].

Greek Monotonic

ῥᾰκόεις: -εσσα, -εν,
I. κουρελής, σχισμένος, κουρελιασμένος, σε Ανθ.
II. όπως το ῥαγόεις, ρυτιδωμένος, ζαρωμένος, τσαλακωμένος, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ῥᾰκόεις: όεσσα, όεν
1) изодранный, в лохмотьях Anth.;
2) морщинистый, сморщенный (χρὼς παρειῆς Anth.).

Middle Liddell

ῥᾰκόεις, εσσα, εν
I. ragged, torn, tattered, Anth.
II. wrinkled, Anth. [from ῥᾰ́κος]