πεδοστιβής
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
ές, A earth-treading, opp. πτεροῦς, A.Supp.1000; ὄχος, πούς, E. Med.1123, Hel.1516; ηὕδομεν πεδοστιβεῖς Id.Rh.763 (s.v.l.). 2 on foot, opp. ἱππηλάτης, λεώς A.Pers.127 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 542] ές, den Boden betretend; λεώς, im Ggstz der Reiter, Aesch. Pers. 125; κνώδαλα, im Ggstz der πτεροῦντα, der Vögel, Suppl. 978; ὄχος, Eur. Med. 1123, auf dem Lande; πούς, Hel. 1532; auch εὕδομεν πεδοστιβεῖς, auf der Erde, Rhes. 763; sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
πεδοστῐβής: -ές, ὁ πατῶν τὴν γῆν, ἀντίθετον τῷ πτεροῦς, Αἰσχ. Ἱκέτ. 1000· ὄχος, ποὺς Εὐρ. Μήδ. 1123, Ἑλ. 1516· εὕδειν π. ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 763· - πεζὸς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἱππηλάτης, Αἰσχύλ. Πέρσ. 127.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui foule le sol, qui marche sur le sol.
Étymologie: πέδον, στείβω.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. αυτός που βαδίζει πάνω στη γη, που πατά τη γη
2. ο πεζός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέδον «έδαφος» + -στιβής (< στίβος < στείβω «πατώ, βαδίζω»), πρβλ. ηλιο-στιβής].
Greek Monotonic
πεδοστῐβής: -ές (στιβεῖν), αυτός που πατά στη γη, σε Ευρ.· πεζό, αντίθ. προς το ἱππηλάτης, σε Αισχύλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεδοστιβής -ές [πέδον, στείβω] over de aarde lopend. te voet.
Russian (Dvoretsky)
πεδοστῐβής:
1) идущий по земле, сухопутный (ὄχος Eur.);
2) пеший (λεώς Aesch.): πεδοστιβεῖ ποδί Eur. пешком по земле;
3) наземный (κνώδαλα Aesch.): εὕδομεν πεδοστιβεῖς Eur. мы спим на земле.
Middle Liddell
πεδο-στῐβής, ές στιβεῖν
earth-treading, Eur.:— on foot, opp. to ἱππηλάτης, Aesch.