τινθαλέος

From LSJ
Revision as of 13:15, 28 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τινθᾰλέος Medium diacritics: τινθαλέος Low diacritics: τινθαλέος Capitals: ΤΙΝΘΑΛΕΟΣ
Transliteration A: tinthaléos Transliteration B: tinthaleos Transliteration C: tinthaleos Beta Code: tinqale/os

English (LSJ)

α, ον, = τινθός (boiling-hot, steam), ποτόν, λοετρά, Nic. Al. 445, 463, cf. Epic. in Arch.Pap. 7.7, Nonn. D. 2.501. (Cf. διατινθαλέος.)

German (Pape)

[Seite 1117] kochend heiß, sengend; Nic. Al. 445. 463; Nonn. D. 2, 499.

Greek (Liddell-Scott)

τινθᾰλέος: -α, -ον, = θερμός, διάθερμος, τινθαλέῳ ποτῷ «θερμῷ, διαπύρῳ» (Σχόλ.), Νικ. Ἀλεξιφ. 445· τινθαλέοις ὕδασιν, θερμοῖς, αὐτόθ. 463, Νόνν. Διον. 2, 499, κλπ.

Greek Monolingual

-α, -ον, ΜΑ
θερμός, ζεστός («τινθαλέῳ ποτῷ», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ. σχηματισμένο με επίθημα -αλέος (πρβλ. αὐ-αλέος), άγνωστης ετυμολ.].

Frisk Etymology German

τινθαλέος: {tinthaléos}
Meaning: kochend heiß (Nik., Nonn. u.a.),
Composita : διατινθαλέος ‘ds. (Ar. V. 329; vgl. διάθερμος).
Etymology : Bildung wie αὐαλέος u.a. von τινθός. Bed. unklar: heißer Wasserdampf eines Kessels? (Lyk. 36); vgl. τιντόν· ἑφθόν H. (alphabet. unrichtig).
Page 2,902