ἐλάφειος
εὖτ' ἂν ὑπὸ τοῦ κακοῦ κτεινέωνται → when the disease is proceeding towards a fatal termination
English (LSJ)
[ᾰ], ον, A of a stag or hart, κέρας hartshorn, Arist.HA534b23; ἐ. κρέα venison, X.An.1.5.2, PSI6.594.15 (iii A.D.). b ἐ. δίκτυα for catching stags, Aen.Tact.11.6, 38.7. 2 deer-like, cowardly, EM326.10. 3 ἐλάφειον, τό,= ὠκιμοειδές, Ps.-Dsc.4.28.
German (Pape)
[Seite 792] vom Hirsch; κέρας Arist. H. A. 4, 8; κρέα, Hirschwildpret, Xen. An. 1, 5, 2 u. Sp. – Bei E. M. 326, 10 ἀνήρ, furchtsam wie ein Hirsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλάφειος: -ον, ἀνήκων εἰς ἔλαφον, τῆς ἐλάφου, «λαφίσιον», Λατ. cervinus, κέρας Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 27· τὰ δὲ κρέα... ἦν παραπλήσια τοῖς ἐλαφείοις Ξεν. Ἀν. 1. 5, 2. 2) ὅμοιος ἐλάφῳ, δειλός, Ἐτυμολ. Μ. 326. 10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de cerf ou de biche.
Étymologie: ἔλαφος.
Spanish (DGE)
-ον
• Grafía: graf. -φεος PSI 594.15 (III a.C.)
• Prosodia: [-ᾰ-]
I 1de ciervo o venado κέρας Arist.HA 534b23, κρέα X.An.1.5.2, cf. PSI l.c., δέρμα DP 8.23 (IV d.C.).
2 que sirve para la caza del ciervo δίκτυα Aen.Tact.11.6, 38.7.
3 fig. que es como un ciervo e.d. asustadizo ἀνήρ EM 326.10G.
II neutr. subst. τὸ ἐ.
1 taba de ciervo Eup.47.
2 bot. planta parecida a la albahaca montesina o turca, quizá Silene gallica L., Ps.Dsc.4.28. • DMic.: e-ra-pe-ja.
Greek Monolingual
-α, -ο (ΑΜ ἐλάφειος, -ον)
ο ελαφήσιος
αρχ.
1. (για κυνηγετικό δίχτυ) κατάλληλος για την παγίδευση ελαφιού
2. ο δειλός.
Greek Monotonic
ἐλάφειος: -ον (ἔλαφος), αυτός που ανήκει σε ελάφι, ελαφίσιος, ἐλ. κρέα, κυνήγι, κρέας ελαφιού, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐλάφειος: олений (κρέα Xen.; κέρας Arst.).