ὑψίβατος

From LSJ
Revision as of 14:50, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐβᾰτος Medium diacritics: ὑψίβατος Low diacritics: υψίβατος Capitals: ΥΨΙΒΑΤΟΣ
Transliteration A: hypsíbatos Transliteration B: hypsibatos Transliteration C: ypsivatos Beta Code: u(yi/batos

English (LSJ)

ον, A set on high, πόλιες Pi.N.10.47; τρίπους S.Aj.1404 (anap.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑψίβᾰτος: -ον, ὁ ὑψηλὰ κείμενος, Ἀχαιῶν ὑψίβατοι πόλιες Πινδ. Ν. 10. 88· ὑψίβατος τρίπους, «ὑψηλὴν βάσιν ἔχων χυτρόπους» (Σχόλ.), Σοφ. Αἴ. 1404.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui monte ou s’élève ; haut, élevé.
Étymologie: ὕψι, βαίνω.

English (Slater)

ὑψίβᾰτος, -ον
   1 lofty Κλείτωρ καὶ Τεγέα καὶ Ἀχαιῶν ὑψίβατοι πόλιες (N. 10.47)

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που βρίσκεται ψηλά («Ἀχαιών ὑψίβατοι πόλιες», Πίνδ.)
2. (για τρίποδα) αυτός που έχει ψηλή βάση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + βατός (βαίνω), πρβλ. εὔβατος].

Greek Monotonic

ὑψίβᾰτος: -ον, αυτός που βρίσκεται ψηλά, ψηλά τοποθετημένος, σε Πίνδ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὑψίβᾰτος: высокий (Ἀχαιῶν πόλιες Pind.; τρίπους Soph.).

Middle Liddell

ὑψί-βᾰτος, ον,
set on high, high-placed, Pind., Soph.