καινοσχήμων

From LSJ
Revision as of 10:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινοσχήμων Medium diacritics: καινοσχήμων Low diacritics: καινοσχήμων Capitals: ΚΑΙΝΟΣΧΗΜΩΝ
Transliteration A: kainoschḗmōn Transliteration B: kainoschēmōn Transliteration C: kainoschimon Beta Code: kainosxh/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, = καινοσχημάτιστος (newly formed, strangely formed), Id. 1479.57, Sch. rec. S. Aj. 1398.

German (Pape)

[Seite 1295] ον, od. καινόσχημος, nur im neutr. καινόσχημον, neugestaltet, ungewöhnlich, Schol. Soph. Ai. 1398, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

καινοσχήμων: -ον, (κατὰ τὸν Θησ. Στεφ. καινόσχημος, ον), ὁ κατὰ νέον ἢ ἰδιάζοντα τρόπον σχηματισθείς, ἐν τῷ οὐδετέρῳ μόνον, καινόσχημόν ἐστι κατὰ σύνταξιν Εὐστ. 1479. 57· μάλιστα καινόσχημον τοῦτό γε Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 1398· - προσέτι, καινοσχημάτιστος, ον, ὅτε δὲ εἴπῃ, εὐρύοπα Ζεύς, καινοσχημάτιστος ἐκείνη εὐθεῖα Εὐστ. 141. 32.

Greek Monolingual

καινοσχήμων, -όσχημον (AM)
(μόνο στο ουδ.) καινόσχημον
αυτό που σχηματίστηκε με νέο ή ιδιάζοντα τρόπο, που έλαβε νέο, ασυνήθιστο σχήμα («καινόσχημόν ἐστι κατὰ σύνταξιν», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -σχήμων (< σχῆμα), πρβλ. ευ-σχήμων, μεγαλο-σχήμων].