μεταλλήγω
From LSJ
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
English (LSJ)
Epic for μεταλήγω.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
v. μεταλήγω.
Greek (Liddell-Scott)
μεταλλήγω: Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ μεταλήγω.
English (Autenrieth)
see μεταλήγω.
Greek Monolingual
μεταλλήγω (Α)
(επικ.τ.) βλ. μεταλήγω.
Greek Monotonic
μεταλλήγω: Επικ. αντί μεταλήγω.
Russian (Dvoretsky)
μεταλλήγω: эп. = *μεταλήγω.