μέδων

From LSJ
Revision as of 18:20, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέδων Medium diacritics: μέδων Low diacritics: μέδων Capitals: ΜΕΔΩΝ
Transliteration A: médōn Transliteration B: medōn Transliteration C: medon Beta Code: me/dwn

English (LSJ)

οντος, ὁ, v. sub μέδω.

German (Pape)

[Seite 111] οντος, ὁ, wie μεδέων, der Fürsorger, Obwalter, Schirmer, bei Hom. gew. Verbindung ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες, von den Ersten des Volkes, die im Kriege es führen u. im Rathe sitzen, Ἀργείων, Δαναῶν, Φαιήκων, im sing. Od. 1, 72, vom Phorkys, μέδων ἁλός, der Herrscher des Meeres, der Meergott. Vgl. μέδω, μέδομαι, μεδέων. – Das fem. μέδουσα bei Sp.

French (Bailly abrégé)

οντος (ὁ) :
chef, roi.
Étymologie: μέδω.

English (Autenrieth)

οντος (μέδομαι): ἁλός, ruler of the sea, Od. 1.72; pl., ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες, counsellors.

Greek Monolingual

μέδων, -οντος, ὁ (Μ)
(για τον Χριστό) ο Κύριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. της μτχ. του ρήματος μέδω].

Russian (Dvoretsky)

μέδων: οντος ὁ [part. к μέδω властитель, начальник (Δαναῶν, Φαιήκων Hom.).